- προπηλακισμός
- προπηλᾰκ-ισμός, ὁ, = foreg., Hdt.6.73;A
ὕβρις καὶ λοιδορία καὶ π. D.18.12
;ὁ τῆς δικαιοσύνης π. Aeschin.3.258
: pl.,προπηλακισμοῖς κολάζειν Pl.Lg.855b
, etc.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ὕβρις καὶ λοιδορία καὶ π. D.18.12
;ὁ τῆς δικαιοσύνης π. Aeschin.3.258
: pl.,προπηλακισμοῖς κολάζειν Pl.Lg.855b
, etc.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
προπηλακισμός — προπηλακισμός, ο και προπηλάκιση, η η πράξη και το αποτέλεσμα του προπηλακίζω, βρίσιμο, εξευτελισμός, προσβολή … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
προπηλακισμός — ο, ΝΑ [προπηλακίζω] η προπηλάκιση («ὕβρις καὶ λοιδορία καὶ προπηλακισμός», Δημοσθ.) … Dictionary of Greek
προπηλακισμός — προπηλάκισις contumelious treatment masc nom sg προπηλακισμός masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
-ισμός — (ΑΜ ισμός) παρεκτεταμένος τ. τής κατάλ. μός, η οποία σχηματίζει μεταρρηματικά παρ. (πρβλ. πνιγ μός < πνίγ ω, συρ μός < σύρ ω) από το θ. σε ισ τού αορ. τών ρ. σε ίζω (πρβλ. εξ ε φόβ ισ α < εκ φοβ ισ μός, χώρ ισ α > χωρ ισ μός). Η κατάλ … Dictionary of Greek
πηλακισμός — ὁ, Α [πηλακίζω] ο προπηλακισμός, η ρίψη λάσπης εναντίον κάποιου … Dictionary of Greek
στραπάτσο — το, Ν 1. (σχετικά με πράγμ.) ζημιά, φθορά, κακοποίηση 2. (σχετικά με πρόσ.) προπηλακισμός, εξευτελισμός («έπαθε μεγάλο στραπάτσο»). [ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. strapazzo < ρ. strapazzare (βλ. λ. στραπατσάρω)] … Dictionary of Greek
προπηλακισμοῖς — προπηλάκισις contumelious treatment masc dat pl προπηλακισμός masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προπηλακισμοί — προπηλάκισις contumelious treatment masc nom/voc pl προπηλακισμός masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προπηλακισμοῦ — προπηλάκισις contumelious treatment masc gen sg προπηλακισμός masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προπηλακισμούς — προπηλάκισις contumelious treatment masc acc pl προπηλακισμός masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προπηλακισμῶν — προπηλάκισις contumelious treatment masc gen pl προπηλακισμός masc gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)